- δαιταλουργία
- δαιταλουργία, η (Α)η μαγειρική τέχνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαιταλ- (βλ. δαιταλεύς, δαιταλώμαι) + -ουργία < -ουργος < έργον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαιταλουργίᾳ — δαιταλουργίᾱͅ , δαιταλουργία cookery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιταλουργίαν — δαιταλουργίᾱν , δαιταλουργία cookery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)